- μαγνητοοπτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίδραση την οποία ασκεί το μαγνητικό πεδίο στις οπτικές ιδιότητες τών σωμάτων («μαγνητοοπτικά φαινόμενα» — οπτικά φαινόμενα που προκαλούνται από μαγνητικές δυνάμεις)2. το θηλ. ως ουσ. μαγνητοοπτική, ητομέας τής φυσικής που μελετά τα μαγνητοοπτικά φαινόμενα, τις οπτικές ιδιότητες ουσιών που έχουν τεθεί σε ένα μαγνητικό πεδίο.
Dictionary of Greek. 2013.